Τασμανία

Τασμανία
η о-в Тасмания

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Τασμανία" в других словарях:

  • Τασμανία — (Tasmania). Ομόσπονδη Πολιτεία της Αυστραλίας, η μικρότερη σε έκταση (67.800 τ. χλμ.) και σε πληθυσμό (451.000 κάτ.), που αποτελείται από το ομώνυμο νησί το οποίο βρίσκεται λίγο προς τα ΝΑ της Αυστραλίας, από την οποία χωρίζεται μέσω του Πορθμού… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόφιλος — (sarcophylus harrisii). Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των Δασυουριδών. Παλιότερα ήταν διαδομένος και στην Αυστραλία, σήμερα όμως ζει μόνο στην Τασμανία, όπου λέγεται διάβολος ή αρκουδοδιάβολος εξαιτίας του μεγάλου κεφαλιού του και του… …   Dictionary of Greek

  • δασυουρίδες — (dasyuridae).Οικογένεια μαρσιποφόρων θηλαστικών ζώων της υπόταξης των πολυπρωτοδόντων. Ζουν στην Αυστραλία και στη Νέα Γουινέα. Είδη της οικογένειας αυτής είναι ο δασύουρος,ο θηλακίνος,ο σαρκόφιλος,η φασκογαλή κ.ά. Είναι σαρκοφάγα ζώα, που… …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • εμού — Πτηνό της οικογένειας των δρομαιιδών, της τάξης των καζουαριομόρφων. Σήμερα απαντάται μόνο στην Αυστραλία, αλλά στο παρελθόν ζούσε επίσης στην Τασμανία και στα κοντινά μικρά νησιά της Ωκεανίας. Από ορισμένους μελετητές το ε. θεωρείται μεταβατική… …   Dictionary of Greek

  • ιρίδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ir. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 77, ατομική μάζα 192,22 και δύο σταθερά ισότοπα, τα 191Ir και 193Ir. Το ι. ανήκει στα στοιχεία μεταπτώσεως και εμφανίζει ομοιότητες με τα… …   Dictionary of Greek

  • καγκουρό — Κοινή ονομασία διαφόρων θηλαστικών της οικογένειας των μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως κ. τα μεγάλα είδη του γένους Μacropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε ορισμένα …   Dictionary of Greek

  • λόρι — (lori). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών παπαγάλων της οικογένειας των λοριδών, της τάξης των ψιττακομόρφων. Το σώμα τους είναι σχετικά μικρό, με μήκος 17 30 εκ. και βάρος 50 150 γρ. Χαρακτηρίζονται από φτέρωμα έντονου χρώματος που καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»